Φτάσαμε τέλη Ιούλη. Αυτή είναι η περίοδος που συνήθως, όσοι “τυχεροί” από εμάς έχουμε λίγες μέρες άδεια, περιμένουμε πως και πως να ξεκουραστούμε από τη συνεχόμενη πρέσα και την υποτίμηση στη δουλειά και ίσως – για τους ακόμη πιο “τυχερούς” από εμάς – να καταφέρουμε να φύγουμε και λίγο από την πόλη. Φυσικά, δεδομένου ότι οι μισθοί είναι σκατά, τα ακτοπλοϊκά εισιτήρια για να πας οπουδήποτε μοιάζουν με ανέκδοτο και το άγχος για το πως θα τη βγάλουμε μέρα με τη μέρα βαράει κόκκινο, οι περισσότεροι θα κάνουμε διακοπές (και) φέτος κοιτάζοντας τα τσιμέντα της μητρόπολης.
Ταυτόχρονα, για κάποιες από εμάς – τις λιγότερο “τυχερές” – αυτή είναι η περίοδος που κάθε χρόνο εγκαταλείπουμε τα σπίτια μας, τις φίλες και τους φίλους μας, για να πουλήσουμε την εργατική μας δύναμη σε κάποιο από τα πολλά κάτεργα του ελληνικού καπιταλισμού και της λεγόμενης “βαριάς” βιομηχανίας της χώρας. Τις περισσότερες φορές δουλεύουμε μέσα σε απάλευτες συνθήκες και ωράρια που δεν έχουν σε τίποτα να ζηλέψουν από τις συνθήκες εργασίας της εργατικής τάξης του 19ου αιώνα.
Συμπληρωματικά με το παραπάνω «θερινό μοτίβο» που χαρακτηρίζει την καθημερινότητα μας κάθε χρόνο περίπου την ίδια περίοδο, όπως αναμέναμε, εμφανίστηκε και φέτος ένα ακόμη σταθερό θέμα που συνοδεύει σαν ντεζαβού το ελληνικό καλοκαίρι (και τη μιντιακή του αναπαράσταση). Οι πυρκαγιές!
Στο βαθμό που μας αφορά, στο επίπεδο της μικρής μας συνέλευσης, επιλέγουμε να βλέπουμε τις πυρκαγιές με έναν ριζικά διαφορετικό τρόπο από αυτόν που μας σερβίρει το κράτος. Έχοντας το κουσούρι να μην εμπιστευόμαστε αυτό το κράτος και τα κροκοδείλια δάκρυα των δημοσιογράφων “για τα δάση που καίγονται”, βλέπουμε πίσω από την κρατική φιλολογία για τις πυρκαγιές μία σειρά από στοχεύσεις που καμία σχέση δεν έχουν με “οικολογικές ευαισθησίες”.
Εν συντομία, ας αναφέρουμε μερικές από αυτές τις στοχεύσεις. Βλέπουμε πίσω από τη μιντιακή κατασκευή των πυρκαγιών ως μείζον εθνικό θέμα, ένα πρώτης τάξεως πρόσχημα ώστε να επιβάλει το κράτος μία σειρά από μπατσικά μέτρα πειθάρχησης, όπως απαγόρευση κυκλοφορίας στα δάση, πύκνωση των περιπολιών κ.α. Ταυτόχρονα, οι πυρκαγιές προσφέρουν μία τέλεια αφορμή σε αριστερούς και δεξιούς ρουφιάνους να εξυμνήσουν τον “ηρωισμό” των πυροσβεστών, των μπάτσων, και λοιπών σωμάτων ασφαλείας. Πέρα από τα παραπάνω, η διαχείριση των πυρκαγιών συνιστά ένα ευνοϊκό πεδίο για το ελληνικό κράτος, προκειμένου να δοκιμαστεί η κινητοποίηση των μηχανισμών του και του πληθυσμού σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης, λειτουργώντας ως μικρής κλίμακας πολεμικές ασκήσεις. Άλλωστε, το σώσιμο των δασών και η προστασία της φύσης που “όλοι αγαπάμε” προσφέρονται ως μία καλή αφορμή για να ντοπαριστεί κι άλλο η εθνική ομοψυχία καθώς όλοι, ανεξαρτήτως ταξικής θέσης, οφείλουμε να συστρατευτούμε μπροστά στον ιερό σκοπό “της προστασίας του περιβάλλοντος”, τηρώντας ευλαβικά τα μέτρα δασοπροστασίας και “τις οδηγίες των αρχών”. Υπό αυτό το πρίσμα και σε συστοιχία με το μπετονάρισμα της εθνικής ομοψυχίας, δεν είναι τυχαίο ότι το ελληνικό κράτος, μέσω διάφορων ρουφιάνων δημοσιογράφων αλλά και της ίδιας της ΕΥΠ, χρησιμοποιεί διαχρονικά τις πυρκαγιές για να στοχοποιήσει τους κάθε λογής “εχθρούς της Ελλάδας”. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κάθε καλοκαίρι βγαίνουν διάφορα “έγκριτα” δημοσιεύματα που συνδέουν τις πυρκαγιές είτε με τις “επικίνδυνες” μειονότητες που ζουν στο εσωτερικό (Τούρκοι της Θράκης και μετανάστες1), είτε με εχθρικά κράτη στο εξωτερικό (όπως η Μακεδονία2 και η Τουρκία3).
Συμπληρωματικά με την παραπάνω καχυποψία μας για τις «περιβαλλοντικές ευαισθησίες» του ελληνικού κράτους, οι θέσεις μας για τις πυρκαγιές και την καταστροφή (ή την προστασία) της φύσης, επηρεάζονται από την πεποίθηση μας ότι αντίθετα με την κυρίαρχη αφήγηση, αυτό που ονομάζεται “φύση” δεν υπάρχει έτσι απλά από μόνο του, ούτε αποτελεί μία σταθερή και αναλλοίωτη ουσία. Αντίθετα, το περιεχόμενο της έννοιας “φύση” είναι πάντα ιστορικά και κοινωνικά προσδιορισμένο. Επιπλέον, έχοντας ως εργαλείο της ανάλυσης μας την ιστορική μέθοδο, έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο κοινωνικός και ιστορικός προσδιορισμός της “φύσης” και κατ’ επέκταση, η αξιολόγησή της είτε ως “καλής” είτε ως “κακής”, όχι μόνο δεν συνιστούν ουδέτερες διαδικασίες, αλλά καθορίζονται κάθε φορά με βάση τα κρατικά συμφέροντα και τις καπιταλιστικές επιδιώξεις. Με άλλα λόγια, το τι ορίζεται κάθε φορά ως “φύση”, ποια “φύση” είναι σημαντικό να διασωθεί και ποια “φύση” πρέπει να καταστραφεί, ορίζεται από το κράτος και το κεφάλαιο.
Σε συνάρτηση με τις παραπάνω απόψεις, τον Μάιο που μας πέρασε δημοσιεύσαμε στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού μας ένα κείμενο, το οποίο διερευνά την ανάδυση των περιαστικών δασών στην Ελλάδα των τελών του 19ου αιώνα. Στο κείμενο αυτό καταλήξαμε σε διάφορες διαπιστώσεις για τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους το ελληνικό κράτος προσέγγισε τα δάση και τις μεταμορφώσεις που έλαβε η έννοια “φύση”, από τη συγκρότηση του Ελληνικού Βασιλείου έως τα τέλη της δεκαετίας του ’30. Θεωρούμε ότι η μέθοδος προσέγγισης που ακολουθήθηκε στο συγκεκριμένο κείμενο συνιστά ένα καλό αντίδοτο, τόσο απέναντι στις κυρίαρχες μυστικοποιημένες προσλήψεις της φύσης, όσο και απέναντι στον κρατικό μονόλογο για τις πυρκαγιές. Άλλωστε, ο τελευταίος προβλέπεται να μείνει στην επικαιρότητα με ισχυρή ένταση για κάποιο καιρό ακόμη, μιας και είμαστε ακόμη στη μέση του καλοκαιριού.
Ελπίζουμε να το βρείτε χρήσιμο και εσείς!
Η «ΦΥΣΗ» ΩΣ ΚΡΑΤΙΚΗ ΥΠΟΔΟΜΗ: ΠΩΣ ΞΕΦΥΤΡΩΣΑΝ ΤΑ ΠΕΡΙΑΣΤΙΚΑ ΔΑΣΗ
Σε περιόδους σαν κι αυτή που μας έρχεται, (υποθέτουμε) το γνωστό σχήμα που συσχετίζει τον κίνδυνο πυρκαγιάς με την αστυνομοκρατία θα επιστρατευτεί ξανά από τα μίντια, τους τηλε-αναλυτές και την επιστημονική κοινότητα. Ο σκοπός, φυσικά, είναι υπεράνω πάσης υποψίας: πρόκειται για το σώσιμο των δασών ή ακόμα πιο γενικά της «φύσης», που όλοι την αγαπάμε, γιατί προπάντων είμαστε ευρωπαίοι και όχι τίποτα τραμπικοί αναθεωρητές της Συμφωνίας του Παρισιού. Αυτή η γραμμή, με μικρές παραλλαγές, υποστηρίζεται με θέρμη από όλο το πολιτικό φάσμα, κυβερνητικούς και αντι-κυβερνητικούς, δεξιούς και αριστερούς, οικολόγους και ρεαλιστές.
Υπάρχει μια κοινή αφετηρία ανάμεσα σε όσους οδύρονται για το σώσιμο της φύσης. Η παραδοχή ότι αυτό που καταστρέφεται, η «φύση», έχει μια δική της εσωτερική αξία, που πρέπει να παραμείνει αναλλοίωτη και η οποία δεν είναι ούτε ιστορικά ούτε κοινωνικά προσδιορισμένη· ένα είδος φετιχισμού, αν μας επιτρέπεται να το πούμε έτσι. Το ύποπτο είναι ότι αυτή η (φαινομενικά) μη-ανθρωποκεντρική αντίληψη, καταλήγει στο ότι οι μόνοι ικανοί να σώσουν τη φύση είναι τα κράτη, αυτοί οι ανιδιοτελείς και καλοκάγαθοι οργανισμοί, που τους έλαχε να κάνουν κουμάντο στον πλανήτη. Εξίσου ύποπτο είναι το γεγονός ότι υπό τον όρο «φύση» κωδικοποιείται μια οριοθετημένη εκδοχή της φύσης, που συνήθως αφορά χαρούμενα ζωάκια, πολύχρωμα δάση, ηλιόλουστες παραλίες και ανεμοδαρμένες κορυφές, όλα τους κατάλληλα για να γίνουν viral φωτογραφίες ή προορισμοί εναλλακτικού τουρισμού. Και ότι υπό τον όρο «προστασία» κωδικοποιείται ένα αρκετά συγκεκριμένο πλαίσιο κανόνων γύρω από τους όρους υπό τους οποίους επιτρέπεται η καταστροφή της «φύσης».
Στα μέρη μας, ο παραπάνω μηχανισμός παραγωγής απαγορεύσεων (υποθέτουμε) θα περιστραφεί γύρω από την «προστασία» του δάσους που βρίσκεται πάνω από την πόλη, το γνωστό με την τουρκική του ονομασία «Σέιχ Σου». Έτσι, εμείς (υποθέτουμε) θα βρεθούμε στην θέση, να αντιπαρατεθούμε με τις νέες απαγορεύσεις που προστίθενται στις ήδη πολλές που ρυθμίζουν την καθημερινότητά μας, που σημαίνει ότι έχουμε, επιπλέον, να αντιπαρατεθούμε και με την ιστορία του όλου ζητήματος. Το Σέιχ Σου, είναι από αυτό το είδος της φύσης, που φέρει τη ταμπέλα «περιαστικό δάσος» και μαζί μερικούς δροσιστικούς χαρακτηρισμούς όπως χώρος αναψυχής, πνεύμονας πρασίνου, πηγή δροσιάς και άλλα τέτοια. Αυτά, λοιπόν, τα 30.000 στρέμματα «φύσης», τα τελευταία χρόνια μοιάζουν περισσότερο με κέντρο εκπαίδευσης πυροσβεστών και ρουφιάνων, κάτι που σχολιάζαμε σε ένα παλαιότερο τεύχος.
Σε συνέχεια εκείνης μας της ανησυχίας, είπαμε να σκαλίσουμε λίγο παραπάνω την ιστορία του Σέιχ Σου, γιατί είχαμε αρχίσει να αναρωτιόμαστε πόσο φυσική είναι τελικά η «φύση» που μας περιβάλλει και που το κράτος συνεχώς την επικαλείται για να μας φορτώνει με απαγορεύσεις. Στην πορεία όμως, μάθαμε διάφορα ενδιαφέροντα για την περίοδο που στους λόφους πάνω από την πόλη υπήρχαν μόνο θάμνοι και κατσίκια. Και όσα μάθαμε, εκτός από αρκετά, μας φάνηκαν και απαραίτητα για να μιλήσουμε για το σαλονικιώτικο δάσος και την ιστορία του. Γι’ αυτό, ο αρχικός μας σκοπός, αναβάλλεται για το επόμενο τεύχος. Πριν μιλήσουμε, δηλαδή, για την ιστορία του Σέιχ Σου, μια ιστορία που αρχίζει το 1930, θα δούμε υπό ποιες προϋποθέσεις η ιδέα της δημιουργίας περιαστικών δασών έφτασε να μοιάζει κρατικά χρήσιμη, άρα και εφικτή.
ΤΑ ΔΑΣΗ ΣΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Φωτογραφία της Θεσσαλονίκης του 1873. Τα δέντρα στο Σέιχ Σου μπορούν να μετρηθούν στα δάκτυλα του ενός χεριού.
Τα δάση, όχι σαν τμήματα του ηπειρωτικού εδάφους με συγκεκριμένα φυσικά χαρακτηριστικά, αλλά σαν διακριτά τμήματα της κρατικής επικράτειας, όπου η ανθρώπινη παρουσία πρέπει να ρυθμίζεται ειδικά, δεν υπήρχαν από πάντα. Για την ακρίβεια, η αντίληψη ότι κάποιος νόμος πρέπει να καθορίζει τι είναι και τι δεν είναι δάσος, ποια είναι τα όριά του, ποιες είναι οι ανθρωπογενείς δραστηριότητες που επιτρέπονται σε αυτό, είναι αρκετά καινούρια. Μέχρι την επίσημη ίδρυση του ελληνικού βασιλείου, τα δάση με τα ψηλά δέντρα και τα ορμητικά ποτάμια, δεν απασχολούσαν κανέναν ως αντικείμενο μελέτης, εκτός ίσως από αστούς ευρωπαίους περιηγητές και πλούσιους Έλληνες του εξωτερικού. Όπως μας πληροφορεί ο Π. Γρίσπος, στην έκδοση της Γενικής Διεύθυνσης Δασών, που παραγγέλθηκε από την Χούντα το 1973, η κατεστημένη άποψη για τα δάση για πολλούς αιώνες ήταν η εξής:
“Οι Τούρκοι δεν κατέστρεφαν τα δάση, αλλά τα εσέβοντο και τα επροστάτευον. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι απέλειπον να τα εκμεταλλεύωνται κατά πάντα τρόπον, υλοτομούντες δια τεχνικόν και καύσιμον ξύλον και διά ξυλάνθρακας, εκχερσούντες προς δημιουργίαν αγρών, βόσκοντες εντός αυτών τα ποίμνιά των, καίοντες αυτά προς διάνοιξιν λιβαδίων ή βελτίωσιν της βοσκής κλπ. Αι ενέργειαι δε αυταί επετρέποντο, αν μη ενεθαρρύνοντο, υπό του επίσημου κράτους, του οποίου δασική πολιτική ήτο η ελευθερία πάσης δασικής καρπώσεως, άνευ οιωνδήποτε περιορισμών και άνευ φορολογικών βαρών ή ελαφροτάτων τοιούτων εις ολίγας περιπτώσεις. Η αντίθετος πολιτική, τουτέστιν η επιβολή προστατευτικών περιορισμών ή φορολογικών επιβαρύνσεων των δασικών προϊόντων, ήτο αδιανόητος.“4“
Η «αξία της φύσης» ταυτιζόταν με την χρησιμότητα ή την ανταλλακτική αξία των πρώτων υλών που μπορούσαν να γίνουν αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης. Η υλοτομία, η ρητινοπαραγωγή και η κτηνοτροφία συνέβαιναν χωρίς άδεια από κάποια κρατική αρχή και φυσικά χωρίς τύψεις για την καταστροφή του περιβάλλοντος. Οι εμπρησμοί, με σκοπό τη μετατροπή δασικών εκτάσεων σε γεωργικές, συνέβαιναν κατά βούληση και με μοναδικό κριτήριο την αποδοτικότερη βόσκηση ή την πτώση των τιμών ενοικίασης των λιβαδιών. Στα βουνά των νότιων Βαλκανίων, η φράση «φυσικό περιβάλλον» δεν σήμαινε απολύτως τίποτα, η «προστασία» του ήταν αδιανόητη και δραστηριότητες, που σήμερα θα χαρακτηρίζονταν ως «καταστροφικές για το περιβάλλον», ήταν βασικές πηγές βιοπορισμού για τους πολλούς και πλουτισμού για τους λίγους.
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΑΣΗ
Με την αναγνώριση της ανεξαρτησίας του ελληνικού βασιλείου και την έλευση του Όθωνα, ξεκινά και το κρατικό ενδιαφέρον για τα δάση. Τρία ήταν τα επιμέρους ζητήματα γύρω από τα οποία άρχισε να καταστρώνεται κρατική πολιτική για τα δάση: η ιδιοκτησία τους, η παραγωγή ξυλείας και η βοσκή. Πρώτα, λοιπόν, έπρεπε να ξεκαθαριστεί η κυριότητα των δασικών εκτάσεων, μιας και ένα σημαντικό μέρος τους άνηκε σε μονές, ενώ ένα άλλο είχε αγοραστεί από «τσιφλικάδες, αριστοκράτες, πρώην κοτσαμπάσηδες, στρατιωτικούς και πολιτικούς, ανθρώπους που είχαν την οικονομική δυνατότητα της εξαγοράς (Έλληνες και ξένους), κατόπιν πώλησής τους από τους αποχωρήσαντες Οθωμανούς»5. Έπειτα, έπρεπε να βρεθεί μια ισορροπία μεταξύ των δύο βασικών και ταυτόχρονα ανταγωνιστικών οικονομικών δραστηριοτήτων. Η παραγωγή δασικών προϊόντων ερχόταν σε σύγκρουση με την κτηνοτροφία, η οποία μάλιστα ασκούνταν – σχεδόν αποκλειστικά – με νομαδικό τρόπο. Η δεύτερη είχε ένα επιπλέον μειονέκτημα για το ελληνικό κράτος. Οι νομαδικές κτηνοτροφικές κοινότητες, με πιο σημαντική τους Σαρακατσάνους των Αγράφων, ήταν οργανωμένες σε ένα είδος παραγωγικού συνεταιρισμού, τα τσελιγκάτα. Τα τσελιγκάτα αποτελούσαν ένα συμπαγές δίκτυο οικογενειακών και παραγωγικών δεσμών, με αυστηρή ιεραρχική δομή και επίκεντρο την διευρυμένη οικογένεια, μέσω των οποίων οι κοινότητες ασκούσαν τη βοσκή, την παραγωγή κτηνοτροφικών προϊόντων, το εμπόριο, την διανομή των κερδών, ακόμα και την σύναψη άτυπων δανειακών συμβάσεων. Οι κοινότητες αυτές, έβλεπαν με μεγάλη καχυποψία τους επίσημους θεσμούς και τους κρατικούς υπαλλήλους, πράγμα που σήμαινε ότι κάθε νέα πολιτική που θα τις αφορούσε, θα αντιμετώπιζε δυσκολίες καθώς «ανηφόριζε» προς τα ορεινά.
Το 1833, εισάγονται οι πρώτες νομοθετικές ρυθμίσεις γύρω από την παραγωγή και διακίνηση των βασικών δασικών προϊόντων. Η υλοτομία για εμπορική χρήση πλέον απαιτούσε ειδική άδεια, που συνεπαγόταν την καταβολή φόρου ίσου με 25% επί της τιμής της ακατέργαστης ξυλείας. Η ρητινοκαλλιέργια στα δημόσια δάση απαγορεύτηκε εντελώς και ένας φόρος 10% επιβλήθηκε στην ρητίνη που προερχόταν από ιδιωτικά δάση. Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι τότε, για πρώτη φορά, εκδόθηκε εγκύκλιος που καθόριζε πότε απαγορεύεται και πότε επιτρέπεται ο εμπρησμός του δάσους. Μέχρι το 1835, είχαν επιβληθεί φόροι και σε μια σειρά από άλλα, μικρότερης σημασίας, δασικά προϊόντα, όπως το κατράμι, τα βαρέλια και άλλα ξύλινα σκεύη.
Το 1836 ψηφίζεται ο πρώτος νόμος για τον περιορισμό της βοσκής, εγκαινιάζοντας την εκατονταετή μάχη του ελληνικού κράτους με τις κατσίκες. Το ελληνικό κράτος εφάρμοσε μια στρατηγική περιορισμού της κινητικότητας των νομάδων βοσκών, τους ανάγκασε να εγγραφούν σε δήμους, όρισε αυστηρά τον αριθμό ποιμνιοστασίων, έθεσε κριτήρια για τις περιοχές που επιτρεπόταν η βοσκή και επέβαλε πρόστιμα στους παραβάτες. Ταυτόχρονα ξεκίνησε μια στρατηγική δυσφήμισης των γιδοβοσκών ως οπισθοδρομικών και ντροπιαστικών για τη διεθνή εικόνα της χώρας, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, εισήγαγε ένα είδος «ιδιώνυμου» ενάντια στις κοινότητες που ασκούσαν νομαδική κτηνοτροφία, επιβάλλοντας συλλογικές ποινές σε περίπτωση που οι παραβάτες δεν εντοπίζονταν.
Το κρατικό ενδιαφέρον για τα δάση απαιτούσε και την απόκτηση κάποιου είδους εκτελεστικού βραχίονα, γεγονός που οδήγησε στην συγκρότηση της Δασικής Υπηρεσίας, ως υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών, το 1836. Η Δασική Υπηρεσία, διαρθρωνόταν σε 7 Δασονομικές Υπηρεσίες και 32 Δασονομεία, που κάλυπταν το σύνολο της επικράτειας, δηλαδή τη Στερεά Ελλάδα, την Εύβοια, την Αρκαδία, την Ηλεία, τη Μεσσηνία, την Αττική και τις Κυκλάδες. Την κατώτερη βαθμίδα της Υπηρεσίας στελέχωναν 14 αρχι-δασοφύλακες και 116 δασοφύλακες, που δεν ήταν κάτι άλλο από χωροφύλακες που επιχειρούσαν σε δασικά περιβάλλοντα6. Δασάρχες, δασονόμοι, επιθεωρητές και δασοφύλακες διορίζονταν Βαυαροί, με την εξαίρεση κάποιων βοηθών που εκτελούσαν χρέη μετάφρασης-συνεννόησης με τους ντόπιους πληθυσμούς, ενώ σταδιακά, τη θέση τους πήραν Έλληνες υπήκοοι, κυρίως χωροφύλακες κατώτερων βαθμίδων, ενώ από το 1843, Δασονόμοι θα διορίζονταν αυστηρά απόστρατοι αξιωματικοί7.
Από την πρώτη περίοδο εφαρμογής δασικών πολιτικών, γίνεται σαφές ότι το ελληνικό κράτος δεν έβλεπε καμία χρησιμότητα στην διατήρηση των δασών, πέρα από την οικονομική τους εκμετάλλευση. Οι νομικές διατάξεις αφορούσαν την κατηγοριοποίηση των εκτάσεων, τον καθορισμό της ιδιοκτησίας τους, τον έλεγχο της πρόσβασης στα διάφορα δασικά επαγγέλματα, τη φορολόγηση και την αστυνόμευση. Αν το σκεφτούμε δηλαδή καλύτερα, θα δούμε ότι η πρώιμη κρατική πολιτική γύρω από τα δάση ήταν στην ουσία μια προσπάθεια να συγκεντρωθούν οι προϋποθέσεις που απαιτούνταν για την οργάνωση της δασοπονίας ως καπιταλιστικού κλάδου: σε ποιον ανήκει η γη, ποιος επιτρέπεται να την εκμεταλλεύεται, πώς θα ρυθμιστεί η κυκλοφορία των εμπορευμάτων, πόσα λεφτά θα παρακρατεί το κράτος ως γενικός οργανωτής της διαδικασίας. Η έννοια της «προστασίας», με όρους περιβαλλοντικής ευαισθησίας, δεν υπήρχε. Η διατήρηση και η ανανέωση του δάσους, είχε νόημα, μόνο ως ανανέωση της δυνατότητας να κόβεται με σχέδιο.
Το γεγονός, όμως, ότι η δασική πολιτική ήταν περιορισμένη στα απολύτως απαραίτητα, δεν ήταν απλά ένα ζήτημα επιλογής. Εκτός από τις οικονομικές/πολιτικές αναγκαιότητες που μεταβάλλονταν, η όποια δασική πολιτική σκόνταφτε σε δύο εμπόδια. Το πρώτο ήταν οι πρακτικές και κοινωνικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε η επιτήρηση της υπαίθρου από τη χωροφυλακή και το δεύτερο ήταν η έλλειψη προσωπικού. Το ελληνικό κράτος χρειαζόταν εκπαιδευμένο προσωπικό όλων των βαθμίδων, ικανό να ανταποκριθεί στην ειδική πραγματικότητα της ελληνικής υπαίθρου και οικονομίας. Το ρόλο αυτό, για το κατώτερο προσωπικό, έπαιξε η Δασοκομική Σχολή που στήθηκε στην Βυτίνα Αρκαδίας το 1899. Για το ανώτερο προσωπικό όμως, οι συνθήκες δεν ήταν ακόμα ώριμες. Η λύση που βρέθηκε, ήταν να σταλούν με υποτροφία Έλληνες απόφοιτοι του πολυτεχνείου και της φυσικομαθηματικής σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια για να εξειδικευτούν, σε αυτήν την άγνωστη, μέχρι πρότινος, πλην όμως κρατικά χρήσιμη, επιστήμη, τη δασολογία.
ΑΓΑΠΑΤΕ ΤΗ ΦΥΣΗ, ΤΟ ΛΕΕΙ ΚΑΙ Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, η ιδέα ότι ένα δάσος θα μπορούσε να έχει αισθητική σημασία ήταν κάτι άγνωστο για τους κατοίκους των πόλεων. Τέτοιες ευαισθησίες είχαν μόνο κάποιοι αρκετά πλούσιοι αστοί της περιόδου, η βασιλική οικογένεια και κάποιοι νεόκοποι δασολόγοι, άρτι αφιχθέντες από τη Γερμανία. Οι λόφοι της Αθήνας ήταν το κατάλληλο έδαφος, ώστε αυτές οι ευαισθησίες να βρουν το αντικείμενό τους. Όπως περιγράφει ο Γρίσπος:
“Οι πέριξ [των Αθηνών] λόφοι, Άρδητος, Λυκαβητός, Τουρκοβούνια, Φιλοπάππου, Ακρόπολης και οι κλιτύες [δηλ. οι πλαγιές] των γύρω βουνών, ήσαν άδενδροι, απελπιστικώς γυμνοί.8“
Σε ένα από αυτούς τους λόφους, του Αρδηττού, είχε στηθεί το 1877 η πρώτη (μάλλον) επιχείρηση αναδάσωσης στην Ελλάδα, με πρωτοβουλία του Τμηματάρχη Δασών Π. Βαλσαμάκη, ο οποίος εγκατέστησε ένα φυτώριο με σκοπό να καλλιεργεί πεύκα, που στη συνέχεια θα μετέφερε στην τελική τους θέση. Η νέα προσπάθεια δεν έλαβε ευρείας αποδοχής, μάλλον το αντίθετο. Από τη μία, η (ανα)δάσωση για εξωραϊστικούς σκοπούς ήταν, με ένα τρόπο, παράνομη, αφού ο νόμος όριζε ότι «δάση» μπορούν να χαρακτηρίζονται εκτάσεις μόνο αν προορίζονται για την παραγωγή δασικών εμπορευμάτων. Από την άλλη, οι κάτοικοι των πόλεων δεν είχαν κανένα λόγο να υποστηρίζουν την ύπαρξη ενός δάσους, αν δεν μπορούν να το χρησιμοποιήσουν για θέρμανση ή μαγείρεμα.


Απελπιστικά γυμνοί λόφοι της Αθήνας στα τέλη του 19ου αιώνα. Πάνω ο Λυκαβηττός το 1870. Κάτω ο λόφος Αρδηττού, παρά δίπλα θα δημιουργηθεί το Άλσος Παγκρατίου, ως το πρώτο κρατικό φυτώριο. Στο βάθος φαίνεται ο Υμηττός.
Λίγο αργότερα, το 1899, ο υπουργός εθνικής οικονομίας Φωκίωνας Νέγρης και ο δασολόγος Κωνσταντίνος Σάμιος, ιδρύσαν τη Φιλοδασική Ένωση Αθηνών, με σκοπό να προωθήσουν αυτό που ονόμαζαν «φιλοδασισμό», δηλαδή τα αισθήματα υπέρ του πρασίνου, ανάμεσα στους ανυποψίαστους κατοίκους των πόλεων. Για να εξασφαλίσουν χρήματα και πολιτική υποστήριξη, στράφηκαν σε επιφανείς αστούς της Αθήνας, αλλά το σημαντικότερο, έβαλαν ως επίτιμη πρόεδρο την πριγκίπισσα Σοφία, που άλλο που δεν ήθελε από το να βελτιώσει την εικόνα της βασιλικής οικογένειας ανάμεσα στην πλέμπα. Μέσα στα επόμενα χρόνια, η Φιλοδασική Ένωση οργάνωσε ένα φυτώριο 30 στρεμμάτων σε μια έκταση που της παραχώρησε η Μονή Πετράκη, το οποίο φυτώριο αργότερα εξελίχθηκε στο άλσος Παγκρατίου. Εκεί άρχισε να καλλιεργεί δέντρα και θάμνους με σκοπό να μεταφερθούν στους γυμνούς λόφους του Φιλοπάππου, του Λυκαβηττού και του Υμηττού. Δηλαδή, η πρώτη εθελοντική περιβαλλοντική οργάνωση στην Ελλάδα, στήθηκε με τη συνεργασία υπουργών, επιστημόνων, επιχειρηματιών, παπάδων και της βασιλικής οικογένειας. Ήταν κάτι σαν σημερινή μκο: μια μισο-ιδιωτική, μισό-κρατική πρωτοβουλία που απευθυνόταν στα φτωχά λαϊκά στρώματα των πόλεων, με σκοπό να φυτέψει στα μυαλά τους ιδέες χρήσιμες για την κρατική εξουσία.

Το λογότυπο της Φιλοδασικής Ένωσης Αθηνών.
Η συμμαχία του πρασίνου, όμως, πέτυχε ακόμα περισσότερα το 1916, εν μέσω – τι σύμπτωση! – παγκοσμίου πολέμου. Τότε, τα Υπουργεία Παιδείας και Εθνικής Οικονομίας μαζί με τις κατά τόπους Φιλοδασικές Ενώσεις, διοργάνωσαν μια πανελλαδική ημέρα ευαισθητοποίησης, την «Εορτή του Πρασίνου», κατά την οποία, όλοι οι μαθητές και οι μαθήτριες μέσης εκπαίδευσης, θα οδηγούνται υποχρεωτικά σε συγκεκριμένες τοποθεσίες, όπου θα επιδίδονται σε δενδροφυτεύσεις και άλλες δραστηριότητες με σκοπό «να αναπτύξουν το προς τα δάση και τα δένδρα ενδιαφέρον»9. Η «Εορτή του Πρασίνου» θα εγκαταλειφθεί σαν θεσμός το 1917 και θα καθιερωθεί ξανά το 1938 – κι άλλη σύμπτωση! – κατά τη διάρκεια της δικτατορίας Μεταξά.
Η αναγνώριση οποιασδήποτε άλλης λειτουργίας του δάσους, πέραν της παραγωγής δασικών προϊόντων, απουσίαζε παντελώς. Τα περιαστικά δάση ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, μια εισαγόμενη ιδέα που κυκλοφορούσε μεταξύ των πλουσίων και των επιστημόνων, μια ιδέα μάλιστα που ούτε στους ίδιους δεν φαινόταν πιθανό να πετύχει.
ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΝΑ ΚΟΒΟΝΤΑΙ
Το 1917, η Δασική Υπηρεσία υπαγόταν πλέον στο νεοσύστατο Υπουργείο Γεωργίας, που μέχρι τότε ήταν τμήμα του Υπουργείου Οικονομικών. Οι πρώτοι έξι δασολόγοι είχαν επιστρέψει από τον ευρωπαϊκό Βορρά, με όρεξη να αναλάβουν τα νέα τους καθήκοντά. Ένα από αυτά ήταν και η στελέχωση της Ανώτερης Δασολογικής Σχολής, που ιδρύθηκε επίσης το 1917. Η Σχολή που σε λίγα χρόνια μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη, θα επέτρεπε στο ελληνικό κράτος να παράγει δασολόγους με γνώμη, όχι γενική, αλλά ειδική στη διαχείριση των ελληνικών δασών, που πρόσφατα είχαν διπλασιαστεί σε έκταση. Μεταξύ τους και ο Πέτρος Κοντός, ο οποίος θα διατελέσει επί σειράς ετών στέλεχος της Δασολογικής Σχολής και θα ηγηθεί της δασικής πολιτικής μέχρι και τον Β’ΠΠ.
Την περίοδο του Μεσοπολέμου εφαρμόστηκαν οι μεγαλύτερες αλλαγές στην κρατική αντιμετώπιση της φύσης. Εκείνη την περίοδο, η χρησιμότητα των δασών θα εμπλουτιστεί και αυτό δεν θα γίνει ανεξάρτητα από την εξέλιξη του ελληνικού κράτους και των φιλοδοξιών του. Αντίθετα, θα υπαγορευτεί από την πολιτική ανασυγκρότησης της αγροτικής οικονομίας και την πραγματικότητα που είχε δημιουργηθεί στις πόλεις στα τέλη της δεκαετίας του 1920, δύο διαδικασίες που κάθε άλλο παρά “φιλικές προς το περιβάλλον” μπορούν να θεωρηθούν.
Το 1929 ψηφίζεται ο πρώτος Δασικός Κώδικας, σημαζεύοντας τις διάφορες σκόρπιες νομικές διατάξεις που υπήρχαν και ρύθμιζαν τα τιμολογιακά, φορολογικά, ιδιοκτησιακά και αστυνομικά ζητήματα που απαιτούσε η παραγωγή δασικών προϊόντων. Εκεί ορίζεται με λιτό και περιεκτικό τρόπο τι είναι δάσος:
“Δάσος είναι πάσα έκτασις εδάφους εν όλω ή εν μέρει υπό άγριων ξυλωδών φυτών οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας καλυπτομένη και δυναμένη, δασικώς εκμεταλλευομένη να παραγάγει δασικά προϊόντα κατονομαζόμενα ειδικώτερον εν τω πίνακι διατιμήσεως των δασικών προϊόντων.10“
Το δάσος δεν ήταν πνεύμονας πρασίνου, ούτε δεσμευτής του διοξειδίου του άνθρακα, ούτε καταφύγιο αρκούδας. Ήταν μια έκταση που ελεγχόταν από το κράτος και μπορούσε να αποφέρει εμπορεύματα, όχι γενικά αλλά ειδικά, όπως ορίζονταν στο σχετικό πινακάκι. Όμως, λίγο παρακάτω στον ίδιο νόμο, γίνεται η πρώτη αναφορά των δασών εκείνων που δεν επιτρέπεται να κόβονται για κανένα λόγο. Τα δάση ονομάστηκαν «προστατευτικά», μια διατύπωση που έχει να κάνει μεν με την «προστασία», αλλά με μια σχέση αντίστροφη απ’ αυτή που θα περίμενε ο σημερινός αναγνώστης. Όχι «προστατευόμενα», αλλά «προστατευτικά», τα δάση αυτά ονομάστηκαν έτσι, γιατί προορίζονταν να προστατεύουν τα εδάφη από τη διάβρωση και κατά συνέπεια να προστατεύουν τις κρατικές υποδομές που ήταν εκτεθειμένες στις πλημμύρες και τις κατολισθήσεις. Η πρώτη φορά, λοιπόν, που αποδόθηκε στα δάση μια οποιαδήποτε χρησιμότητα πλην της κοπής τους, ήταν το να προστατεύσουν, με το φύλλωμα και τις ρίζες τους, τα τεχνικά έργα που το κράτος προγραμμάτιζε για τα επόμενα χρόνια.
Η δεκαετία του 1930 ήταν αυτή που ξεκίνησαν τα μεγάλα εγγειοβελτιωτικά και υδραυλικά έργα, που αφορούσαν κυρίως τις εκτροπές ποταμών και τις αποξηράνσεις στις τρεις μεγάλες πεδιάδες που πρόσφατα είχαν κατακτηθεί από το ελληνικό κράτος: τον θεσσαλικό κάμπο, τα Γιαννιτσά και την κοιλάδα του Στρυμόνα. Μικρά και μεγάλα φράγματα, συλλεκτήριες τάφροι, αναχώματα, τεχνητές κοίτες και αρδευτικά κανάλια θα κατασκευάζονταν με σκοπό να επαναχαράξουν την ροή των ποταμών. Συνολικά, πάνω από 2,5 εκατ. στρέμματα μετατράπηκαν (μέσα σε κάποια χρόνια) από πεδία πλημμυρών, λίμνες και έλη σε εύφορες καλλιεργούμενες εκτάσεις, δρόμους και οικισμούς που ιδρύθηκαν στα αποξηραμένα εδάφη. Για να το πούμε αλλιώς: αυτά τα 2,5 εκατ. στρέμματα ελώδους φύσης ισοπεδώθηκαν και στη θέση τους κατασκευάστηκε μια νέα εκδοχή της “φύσης” που βόλευε την οικιστική και αγροτική ανάπτυξη.

Τη δεκαετία του 1930 ξεκίνησε η μεταμόρφωσή του θεσσαλικού κάμπου σε αυτό που είναι σήμερα. Ο χάρτης είναι από την πλημμύρα του 2023 (με σκούρο χρώμα οι πλημμυρισμένες εκτάσεις) και είναι ο καλύτερος τρόπος να θυμηθεί κανείς πως ήταν ο κάμπος στη φυσική του μορφή. Τότε, όλοι οι υπερασπιστές της φύσης μιλούσαν για «περιβαλλοντική καταστροφή». Αυτό που κινδύνεψε, στην πραγματικότητα, ήταν ένα τεράστιο κρατικό τεχνικό έργο, ενώ η φύση επαναφέρθηκε προσωρινά στην φυσική της κατάσταση.

Χάρτης της λίμνης των Γιαννιτσών, ή καλύτερα του «βάλτου», όπως θα το περιέγραφε και η Π. Δέλτα, στο γνωστό προπαγανδιστικό της μυθιστόρημα. Περίπου 400.000 στρέμματα ελώδους φύσης θα μετατραπούν, κατά το Μεσοπόλεμο, σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις.
Η νέα υποδομή θα λειτουργούσε μόνο υπό τον όρο ότι η νέα εκδοχή της “φύσης” θα παρέμενε στη θέση της. Και αυτή η προϋπόθεση είχε κυριολεκτική σημασία. Οι πλαγιές στα ορεινά και οι τάφροι που διοχέτευαν τα νερά των χειμάρρων έπρεπε να προστατευθούν από τη διάβρωση και τις κατολισθήσεις, ώστε η ζωή στα πεδινά να λειτουργεί ως είχε σχεδιαστεί. Τα κατσίκια δημιουργούσαν σοβαρό πρόβλημα. Ο ανεξέλεγκτος τρόπος που διεξαγόταν η νομαδική κτηνοτροφία και ο ανεξέλεγκτος τρόπος που τα κατσίκια αναζητούν τους νεαρούς βλαστούς των δέντρων, ήταν ικανά να βάλουν σε μεγάλο κίνδυνο τις πρωτόγνωρες, για την εποχή, κρατικές επενδύσεις. Οι πράσινες δασωμένες πλαγιές, απαλλαγμένες από τη γιδοβοσκή, ήταν η προϋπόθεση ότι η παραγωγική ανασυγκρότηση των μεγάλων πεδιάδων τις χώρας δε θα πήγαινε κατά διαόλου. Και η αλήθεια είναι ότι η σημασία αυτής της ανασυγκρότησης αποκτούσε ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα ως μέρος της πολιτικής σιτάρκειας11 που ακολουθήθηκε κατά το Μεσοπόλεμο.
«ΕΛΛΗΝΑΣ ΘΕΛΕΤΕ Ή ΓΙΔΙΑ;»
Εμείς θα απαντούσαμε γίδια, αλλά η ερώτηση αυτή τέθηκε με ρητορικό τρόπο από τον Ι. Μεταξά, προς τους παρευρισκόμενους της τελετής έναρξης κατασκευής του πρώτου φράγματος στα βόρεια προάστια της Αθήνας, το 193612. Αν και ακούγεται λίγο αστείο, το ελληνικό κράτος είχε πάρει πολύ σοβαρά την αντιγιδική πολιτική τη δεκαετία του 1930. Η ανεξέλεγκτη παρουσία κατσικιών στην ελληνική ύπαιθρο, επιδρούσε ανασταλτικά στην προσπάθεια του να αναπλάσει το ορεινό ανάγλυφο για να εξασφαλίσει την ομαλή λειτουργία μιας σύγχρονης αγροτικής οικονομίας στα πεδινά.
Όμως δεν ήταν μόνο αυτό. Η γιδοβοσκή έπρεπε να εγκαταλειφθεί, γιατί δεν ήταν συμφέρουσα και τη θέση της να πάρει η οργανωμένη κτηνοτροφία, που θα εκμεταλλευόταν αγελάδες και πρόβατα. Η εκτροφή των τελευταίων απαιτούσε λιγότερη έκταση, μπορούσε να γίνει σε περιφραγμένες μονάδες και να παραγάγει φτηνότερα εμπορεύματα μαζικής κατανάλωσης, από κρέας και γαλακτοκομικά, μέχρι ρούχα και λιπάσματα. Με την απαγόρευση της γιδοβοσκής, ένα μέρος των βοσκότοπων θα μπορούσε να μετατραπεί σε δάσος για τους σκοπούς τις αντιδιαβρωτικής προστασίας και ένα άλλο να αποδοθεί στη γεωργία.
Η εκστρατεία, ιδεολογική και κατασταλτική, που οργάνωσε το ελληνικό κράτος ενάντια στη νομαδική κτηνοτροφία, ήταν επιλογή εθνικής σημασίας και ήταν τόσο μεγάλη που έμεινε στην ιστορία ως «πόλεμος της αίγας». Το 1937, το ελληνικό κράτος ψηφίζει το νόμο «περί βοσκής εντός δασών, μερικώς δασοσκεπών εκτάσεων και μη πεδινών χορτολιβαδίων» και κηρύσσει τον πόλεμο στις απανταχού κατσίκες της ελληνικής υπαίθρου. Ο νόμος προέβλεπε την απαγόρευση της γιδοβοσκής σε όλα τα δάση, τις δασικές εκτάσεις και σε όσες εκτάσεις μπορούν να αξιοποιηθούν με καλύτερο τρόπο. Το πιο δραστικό μέτρο, όμως, ήταν ότι προσέφερε αμοιβή στους βοσκούς που θα σκότωναν τα κοπάδια τους, με αποτέλεσμα ως το 1940 να οδηγηθούν στην σφαγή περίπου πέντε εκατομμύρια κατσίκια. Ταυτόχρονα, όρισε ότι ένα μέρος των προηγουμένως δασικών εκτάσεων θα αποδοθούν στους πρώην γιδοβοσκούς με σκοπό να δραστηριοποιηθούν στην καλλιέργεια παραγωγικών δενδροκομικών ειδών.

Προπαγανδιστικό περιοδικό της δεκαετίας του 1930, με μεγάλη απεύθυνση. Η οικονομία, η διοίκηση και η στατιστική του δάσους ήταν ακόμα τα βασικά θέματα που απασχολούσαν.
Την περίοδο της δικτατορίας Μεταξά, η «προστασία του δάσους» αναδείχθηκε σε βασικό προπαγανδιστικό εργαλείο. Με τη φράση «εξόντωση της κατσίκας σημαίνει επιβίωση του δάσους», ο Μεταξάς έλεγε απλά ότι το κράτος έπρεπε να επιλέξει ποια εκδοχή της φύσης πρέπει να προστατευτεί και ποια να καταστραφεί. Τα όμορφα καταπράσινα δέντρα δεν ήταν περισσότερο φυσικά από τα κατσίκια, τους βάλτους και τα κουνούπια, απλά ήταν πολλαπλώς χρήσιμα. Όσο η κοινή γνώμη ανέπτυσσε φιλοδασικά αισθήματα, τόσο πειθόταν για το ορθό της εξόντωσης των κατσικιών και τόσο αποστρέφονταν το αναχρονιστικό επάγγελμα της γιδοβοσκής. Η πολιτική της «προστασίας των δασών», εκτός από προστασία της δασικής οικονομίας, ήταν απαραίτητο συμπλήρωμα της αναδιοργάνωσης των δυο βασικών τομέων της αγροτικής παραγωγής και εξασφάλισης των απαραίτητων τεχνικών προϋποθέσεων για την ανάπτυξή τους.


Δεκέμβριος 1939. Στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Αγροτικό Μέλλον», ατάκες από το λόγο του Μεταξά υπέρ της «εκστρατείας για την αναδάσωση της ελληνικής υπαίθρου». Στο εσωτερικό, φωτογραφίες από την «εορτή του δάσους» στην Καισαριανή. «Να πολεμήσωμε για το δάσος», «εκστρατεία υπέρ του πρασίνου», «σταυροφορία για τα ελληνικά δάση»: η φρασεολογία βγαλμένη από τη περιρρέουσα ατμόσφαιρα της περιόδου.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο όρος «περιαστικό δάσος» δεν έχει εμφανιστεί ακόμα και θα αργήσει να το κάνει, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Την περίοδο που εξετάσαμε, όμως, γεννήθηκε η γενική ιδέα της δημιουργίας δασών για μη (άμεσα) παραγωγική χρήση. Αυτή σχηματοποιήθηκε κάπου στις αρχές του 20ου αιώνα, λίγο ως ακαδημαϊκή ανησυχία, λίγο ως αισθητική απαίτηση των πλουσίων και λίγο ως ανάγκη της βασιλικής οικογένειας να αυξήσει την αποδοχή της. Υιοθετήθηκε, όμως, σαν κρατική πρακτική μόνο αφού η καπιταλιστική πραγματικότητα έγινε τέτοια, που την απαιτούσε. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, το σχέδιο αναδιάρθρωσης της αγροτικής οικονομίας, είχε βρει στην «προστασία του δάσους» το κατάλληλο τρόπο για να επιτεθεί στα κατσίκια και στη νομαδική κτηνοτροφία. Τα δάση που θα ξαναφύτρωναν στις πλαγιές των βουνών, ήταν απαραίτητα για την αντιπλημμυρική προστασία των έργων που λάμβαναν χώρα στις μεγάλες πεδιάδες των νέων ελληνικών εδαφών, στη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και την κοιλάδα του Στρυμόνα. Αυτή η μεταβολή, καμία σχέση δεν είχε με την αναγνώριση κάποιας εσωτερικής αξίας στο φυσικό περιβάλλον. Αντίθετα, χώριζε το φυσικό περιβάλλον σε καπιταλιστικά χρήσιμο και επιζήμιο. Το χρήσιμο γινόταν αντικείμενο κρατικής προστασίας και το επιζήμιο αντικείμενο καταστροφής, με τρόπο που, προστασία και καταστροφή, είχαν ταυτόχρονη εφαρμογή και συμπληρωματική λειτουργία. Αυτό ήταν το εύφορο έδαφος πάνω στο οποίο η ιδέα να φτιαχτεί ένα δάσος στους δυτικότερους πρόποδες του Χορτιάτη, θα καρποφορήσει. Όμως, λίγο πιο κάτω, η Θεσσαλονίκη που άλλαζε δραματικά, μετέτρεπε μια καλή ιδέα σε αναγκαιότητα.
- https://www.cnn.gr/ellada/story/378529/provlimatismos-gia-tis-14-taftoxrones-pyrkagies-ston-evro-sti-diypourgiki-kai-i-efp ↩︎
- https://www.news247.gr/ellada/skopianoi-piso-apo-tis-foties-tou-2007-stin-ileia/
↩︎ - https://www.parapolitika.gr/parapolitika/article/105051/apokalypsi-tourkoi-praktores-ebalan-tis-foties-to-2007-stin-ileia/ ↩︎
- Γρίσπος, Π., (1973), Δασική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος. Αθήνα: Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας – Τομεύς Γεωργίας, σελ. 189. ↩︎
- https://dasarxeio.com/2014/09/18/16118/ ↩︎
- Γρίσπος, Π., (1973), σελ. 194. ↩︎
- Ό.π., σελ 211. ↩︎
- Ό.π., σελ 235. ↩︎
- Ό.π., σελ 329. ↩︎
- Δασικός Κώδικας 1929, άρθρο 45. ΦΕΚ 205Α/19.06.1929. ↩︎
- Περισσότερα για την πολιτική της σιτάρκειας, την σχέση της με τον εμπορικό πόλεμο και την επισιτιστική κρίση του Μεσοπολέμου: Antifa Selanik, Δελτίο τροφίμων και μαζικός θάνατος στην Ελλάδα του Β’ΠΠ (+ μερικά δυσοίωνα συμπεράσματα). Περιοδικό Selanik, τ. 1, Δεκέμβριος 2022. ↩︎
- Γρίσπος, Π., (1973), σελ. 331. ↩︎