Οργανώσαμε πρόσφατα μια εκδήλωση, την 5η της σειράς Back to the roots, με τίτλο “Εργατισμός, Αυτονομία και Κοινωνικό Εργοστάσιο”. Εκεί είπαμε αρκετά πράγματα για το παρελθόν αυτού του κινήματος, της Εργατικής Αυτονομίας, από το οποίο πήραμε τον συλλογικό μας αυτο-προσδιορισμό και μια σειρά από πολιτικά εργαλεία. Μοιραία, καταλήξαμε να συζητάμε, τόσο στο εσωτερικό της ομάδας όσο και στην ίδια την εκδήλωση, μια σειρά από ερωτήματα για το τι σχέση εν τέλει έχει αυτό που κάνουμε με την ιταλική Αυτονομία.
Η αλήθεια είναι πως, καλώς ή κακώς, η επιλογή του όρου “Αυτονομία” δεν προέκυψε ως αποτέλεσμα μιας αναλυτικής ιστορικής έρευνας που οδήγησε τους παλαιότερους από εμάς σε μια εξ ολοκλήρου συνειδητή επιλογή. Δεν καθίσαμε ποτέ συλλογικά να δούμε με λεπτομέρεια την διαδρομή, τις απόψεις, τις διασπάσεις, τις συγκρούσεις μεταξύ των ομάδων που στα 70’s ανήκαν στην ομπρέλα της Αυτονομίας, για να αποφασίσουμε τι μας κάνει και τι όχι. Η επιλογή ήταν σε μεγάλο βαθμό ενστικτώδης.
Πως προέκυψε αυτό το ένστικτο; Προέκυψε από μια περιορισμένη ιστορική γνώση για τα κινήματα του ‘70, τόσο περιορισμένη όσο και οι συλλογικές μας δυνατότητες μέσα στα χρόνια. Έχουμε υπόψη μας έναν ελλιπή σκελετό, μέσα από τον οποίο καταλαβαίνουμε τι περίπου έκαναν αυτοί οι περίεργοι, αυτές οι απείθαρχες, αυτό το μαχητικό προλεταριάτο. Έτσι, η έμπνευση που αντλούμε από αυτούς, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένα γενικό πνεύμα και όχι μια συνολική ταύτιση απόψεων. Το άλλο μισό του ενστίκτου μας, βέβαια, πηγάζει από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε στο παρόν, είτε το παρόν των 90’s, όταν άρχισε να εμφανίζεται το σινάφι μας στην Ελλάδα, είτε μέσα στα επόμενα χρόνια, που ακροβατούμε μεταξύ επιβίωσης και σποραδικών εντυπωσιακών αποτελεσμάτων.
Τα λίγα που ξέρουμε για το παρελθόν αστράφτουν περιστασιακά και φωτίζουν τα πολλά που ζούμε στο παρόν. Ανάμεσα σε αυτά τα πολλά προβλήματα του παρόντος, ζει και το πρόβλημα που λέγεται “οργανωτικό”. Δηλαδή, η διερώτηση τι στο διάολο θα κάνουμε αφού έχουμε ρίξει άκυρο τόσο στην οργανωτική μορφή που λέγεται “κόμμα”, όσο και στην οργανωτική μορφή που λέγεται “χώρος”. Η συζήτηση μας στάθηκε αρκετά σ’ αυτό. Ανακαλέσαμε αρκετά πράγματα· λίγο ιστορία, λίγο θεωρία, λίγο εμπειρία, αυτό το ελλιπές αλλά πολύτιμο μίγμα που συνιστά την συλλογική μας μνήμη. Κι είπαμε ότι θα είναι χρήσιμο να τα μοιραστούμε.
ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ ΤΟ ΚΟΜΜΑ
Είμαστε, που λέτε, από γέννα αλλεργικοί στα κόμματα. Γαλουχημένοι στην διαδεδομένη αναρχική πεποίθηση ότι τα κόμματα είναι εξ ορισμού “εχθρικά προς την ελευθερία”, επειδή είναι οργανωμένα με ιεραρχική, πυραμιδική δομή. Με τα χρόνια, όμως, βρίσκαμε αυτή την πεποίθηση λιγάκι ανιστορική.
Καλώς ή κακώς – όπως και να ‘χει την πραγματικότητα δεν την διαλέγουμε, η ρουφιάνα υπάρχει από μόνη της – τα κόμματα ήταν η μοναδική μορφή πολιτικής οργάνωσης της εργατικής τάξης μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα. Τα εργατικά κόμματα είχαν διαφορετικές μορφές, είχαν διαφορετικές απόψεις και στάσεις, που εξηγούνται από τις διασπάσεις της Α΄ και Β΄ Διεθνούς. Όμως, παρόλα αυτά, η οργανωτική μορφή τους διέφερε ελάχιστα. Εκτός από τα σοσιαλδημοκρατικά, σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κόμματα, στην ίδια παράδοση ανήκουν και οι περισσότερες οργανωτικές προσπάθειες των αναρχικών. Μπορεί οι τελευταίοι να διαφωνούσαν για τη συμμετοχή στις εκλογές και για το χαρακτήρα του κράτους, όμως η πιο διαδεδομένη μορφή οργάνωσης τους ήταν οι συνομοσπονδίες. Οι συνομοσπονδίες, αν δεν κρυφτούμε πίσω από τις λέξεις, ήταν κανονικά κόμματα με διευθυντική ιεραρχία. Μοναδική εξαίρεση ήταν η πτέρυγα των αναρχικών που πρέσβευε την “προπαγάνδα με τη δράση”, δηλαδή τις ολιγομελείς ομάδες που έβαζαν βόμβες και εκτελούσαν κρατικούς αξιωματούχους. Οι οπαδοί της ατομικής τρομοκρατίας κατάφεραν στις αρχές του 20ου αιώνα να έχουν αποκοπεί από την εργατική τάξη, να έχουν ξεκληριστεί από τις φυλακίσεις και τα εκτελεστικά αποσπάσματα.

Το ζεύγος Esgleas – Montseny, ηγέτες της FAI (Ιβηρική Αναρχική Ομοσπονδία). Μία ανάγνωση του βιβλίου “Φλώρος, Κ., (2010), Οι άνθρωποι που κύκλωσαν το άλφα. Εκδόσεις 1704621”, αρκεί για να δούμε ότι η ιεραρχία, η οικογενειοκρατία, η αδιαφάνεια και οι δολοπλοκίες στην μάχη για την εξουσία που συνέβαιναν εντός των αναρχικών ομοσπονδιών, δεν έχουν σε τίποτα να ζηλέψουν τα αντίστοιχα φαινόμενα στο ΚΚΣΕ.
Με λίγα λόγια, το μοναδικό πράγμα άξιο αναφοράς που υπήρχε για δεκαετίες ήταν τα κόμματα. Τα κόμματα ήταν ο μοναδικός φορέας που εξασφάλιζε να υπάρχουν συλλογικές απόψεις και μάχες ενάντια στα αφεντικά και το κράτος τους, περισσότερο ή λιγότερο πετυχημένες. Άρα, στο βαθμό που η μορφή “κόμμα” δεν μας ψήνει, πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να την κατανοήσουμε και να την κριτικάρουμε, ο οποίος να περνάει μέσα από την ιστορία της. Να δούμε τι στράβωσε και αυτό που ξεκίνησε ως “εργατική πρωτοπορία για την επανάσταση” κατέληξε στην ενσωμάτωση στους μηχανισμούς του αστικού κράτους.
Μέσα από τη συζήτηση, θυμηθήκαμε αρκετά χαρακτηριστικά των κομμάτων, όπως τουλάχιστον τα γνωρίσαμε στην εποχή μας, που ίσως εξηγούν αυτή την ξεφτίλα: την υποστήριξη των εθνικών κρατών στον Α’ ΠΠ από την σοσιαλδημοκρατία, την καθιέρωση έπειτα των κομμουνιστικών κομμάτων ως πρεσβείες της ΕΣΣΔ και την στρατηγική των “λαϊκών μετώπων”, κοκ.. Ίσως εξηγούν αυτό το μεταπολεμικό θαύμα, που όλοι μαζί, σοσιαλδημοκράτες, σταλινικοί και ευρωκομμουνιστές εγγυήθηκαν την ταξική ειρήνη στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου.
ΤΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΕΧΟΥΜΕ ΜΕ ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΑ
Το πρώτο χαρακτηριστικό των κομμάτων, που κουβαλά από καταβολής εργατικού κινήματος τους σπόρους της παρακμής και της ενσωμάτωσης είναι η ίδια η αντίληψη, ρητή ή άρρητη, ότι το κόμμα είναι η πρωτοπορία της εργατικής τάξης. Αν σκεφτούμε ότι τα κόμματα είχαν τότε μεγάλες αφηγήσεις για το που βαδίζει η στρατηγική τους – βλ. η κατάληψη της εξουσίας, ο κομμουνισμός, κλπ. – είναι εύλογο γιατί οι κομματικές ηγεσίες κατέληγαν συνήθως να υποτιμούν τις συμπεριφορές των απλών ανθρώπων της εργατικής τάξης και τις αυθόρμητες αρνήσεις τους. Αυτοί οι απλοί άνθρωποι, που δεν είχαν περάσει από τον σωλήνα της ιδεολογίας, δεν μοιράζονταν πολλές φορές τις φαντασιώσεις της “πρωτοπορίας”. ‘Ετσι ονομάζονταν “οπισθοδρομικοί”, έπασχαν από “έλλειψη σοσιαλιστικής (ή αναρχικής) κουλτούρας”, και η “πρωτοπορία” αναλάμβανε το καθήκον να τους δείξει τι πρέπει να κάνουν.
Είπαμε παραπάνω για την διαδεδομένη πεποίθηση πως η ιεραρχική δομή των κομμάτων είναι εμπόδιο στην ελευθερία και τη δημοκρατική λήψη αποφάσεων. Αυτό δεν είναι ψέμα, βεβαίως, αλλά δεν είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που δημιουργεί η ιεραρχία. Κομματική ιεραρχία σημαίνει πως υπάρχει ένα διευθυντήριο, το οποίο έχει την εξουσία εντός του κόμματος να καθορίζει την τακτική και την στρατηγική του. Αν αυτό συνδυαστεί με την κομματική περιφρόνηση απέναντι στις μη-ενταγμένες στο κόμμα εργάτριες, η κομματική ηγεσία μπορεί να χάσει κάθε επαφή με τον τρόπο σκέψης και την ζωή της εργατικής τάξης.
Όμως, η βάση του προβλήματος δεν ήταν ούτε η ισότητα στην λήψη αποφάσεων ούτε ο σνομπισμός. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι τις περισσότερες φορές, στην πάνω πλευρά της πυραμίδας των εργατικών κομμάτων δεν βρίσκονταν εργάτες, αλλά αστοί διανοούμενοι. Όχι απλά υπήρχαν αρχηγοί, αλλά οι αρχηγοί αυτοί δεν αντιμετώπιζαν τους όρους ζωής των υπολοίπων. Δεν μπορούσαν να τους καταλάβουν, δεν είχαν τα ίδια υλικά συμφέροντα, κατευθύνονταν περισσότερο από την ιδεολογία και λιγότερο από την υλική καθημερινότητα, και έπρεπε να λένε και στους υπόλοιπους πως να κάνουν “επανάσταση”. Όλα αυτά είναι το αγαθό σενάριο· υπάρχει και το κακό σενάριο: ο αρχηγός να είναι ρουφιάνος.
Τέλος, με αυτό τον τρόπο, οι κομματικές ηγεσίες κατέληξαν να είναι ο διαμεσολαβητής της σχέσης της βάσης των κομμάτων (δηλ. του οργανωμένου κομματιού της εργατικής τάξης) με τα αφεντικά και το κράτος. Συνεπώς, η ηγεσία του κόμματος (και αντίστοιχα του συνδικάτου, αλλά αυτό θα το δούμε άλλη φορά), έπρεπε σε κάθε περίπτωση να πει ποιος αγώνας έχει νόημα, ποιος κέρδισε, ποιος έχασε, ποιος πρέπει να σταματήσει. Η σχέση αυτή σμιλεύτηκε μέσα σε έντονες περιόδους που περιείχαν συμμετοχή σε εκλογές, ανοικτές εξεγέρσεις, συμμαχίες με το διάβολο, εξορίες, ενσωμάτωση και ξανά εκλογές. Τα εργατικά κόμματα σιγά σιγά κατέληξαν να γίνουν ο ελεγκτής της ταξικής σύγκρουσης σε συνεννόηση με το αστικό κράτος.
Άρα, βγαίνοντας από τον Β’ΠΠ και μπαίνοντας στη δεκαετία του ‘50, το πρόβλημα ήταν πλέον καθολικό. Η μορφή – κόμμα ξόφλησε υπό το βάρος αυτών των προβλημάτων: της πρωτοπορίας, της ιεραρχίας, της ηγεμονίας των αστικών στρωμάτων, της σχέσης με το κράτος. Όταν λέμε ξόφλησε, εννοούμε ξόφλησε στην υπόθεση να εξυπηρετήσει τα εργατικά συμφέροντα. Γιατί οπαδούς είχαν, και μάλιστα πάρα πολλούς.
Η ΑΝΑΔΥΣΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ ΩΣ “ΧΩΡΟΣ”
Με την μοναδική μορφή οργάνωσης τους να είναι εμφανώς ξοφλημένη, οι νέες γενιές εργατών και εργατριών του θαυμαστού μεταπολεμικού κόσμου είχαν τις εξής πιθανές επιλογές: ή να κάνουν τους κομπάρσους στα αριστερά κόμματα, ή να πάνε σπίτι τους, ή να δοκιμάσουν τις δυνατότητες τους και να κάνουν κάτι άλλο. Αρκετοί και αρκετές, έκαναν το τρίτο.
Στην δεκαετία του ‘60 εμφανίζονται πολλές νέες οργανωτικές απόπειρες σε διάφορα μέρη του κόσμου. Σε ορισμένες περιπτώσεις είχαν κομματική μορφή, όπως οι Μαύροι Πάνθηρες, που αμφισβητούσαν την ηγεμονία των λευκών στα αριστερά αμερικανικά κόμματα. Σε πολλές άλλες περιπτώσεις, το μοντέλο ήταν αυτός ο πειραματικός, απροσδιόριστος, ευέλικτος και αποκεντρωμένος τρόπος οργάνωσης που έμελλε να ονομαστεί “αυτοοργάνωση”. Τα παραδείγματα ατελείωτα: “Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα” και Καταστασιακή Διεθνής στη Γαλλία, Εργατική Αυτονομία στην Ιταλία, αντι-αυταρχικό και αυτόνομο κίνημα στη Γερμανία, ριζοσπαστικός και αυτόνομος φεμινισμός στις περισσότερες χώρες της Δύσης. Αυτό που οι ιστορικοί ονομάσανε “Νέα Κοινωνικά Κινήματα”. Λίγο αργότερα θα κάνει την εμφάνιση του και το ελληνικό αντίστοιχο: ο α/α χώρος.

Το νέο μοντέλο οργάνωσης, η αποκέντρωση, η διάχυτη και απροσδιόριστη σύνδεση μεταξύ των ομάδων της Αυτονομίας, είχε ως αποτέλεσμα ο καθένας να μπορεί να πει και να κάνει περίπου ότι θέλει. Ας πούμε, να φορέσει ένα χαρτόκουτο και να περιπλανηθεί στην μητρόπολη, ως κομμάτι της πολιτικής του δραστηριότητας. Δεν ειρωνευόμαστε· μπορεί να έχουμε κάνει και πιο αστεία πράγματα!
Το μοντέλο της αυτο-οργάνωσης κυριαρχεί τη δεκαετία του ‘70 στο μεγαλύτερο κομμάτι των προλεταριακών οργανώσεων που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μαχητικές και αντικρατικές. Δηλαδή, οι πολλές μικρές ομάδες συγγένειας, αυτόνομες μεταξύ τους, χωρίς κεντρική δομή, που συνδέονται μεταξύ τους με χαοτικό τρόπο. Η κυριαρχία αυτής της μορφής, της μορφής του “χώρου”1, ήταν η ιστορική συνθήκη που επέτρεψε να συμβούν και να εκφραστούν μια σειρά από συγκλονιστικές αρνήσεις, που μέσα από την μορφή “κόμμα” δεν θα ήταν νοητές και τις οποίες πολέμησαν σκληρά τα αριστερά κόμματα μαζί με τα κράτη.
Όμως αυτά τα κινήματα ηττήθηκαν στα τέλη των 70’s, ηττήθηκαν σκληρά, τόσο στην μάχη των απόψεων όσο και στην μάχη της οργάνωσης. Ηττήθηκαν από έναν συνδυασμό αιτιών, που δεν χωράει να εξηγηθούν εδώ στο σύνολο τους, αλλά που έχουν να κάνουν και με την χαώδη οργανωτική τους δομή. Θα αναφέρουμε κάποιες από αυτές κωδικά, προς μελλοντική διερεύνηση: ένοπλο – εναλλακτισμός – ακαδημία – κατακερματισμός – ενσωμάτωση.
ΤΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΥΜΕ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΑ
Εμείς όμως γεννηθήκαμε βιολογικά και πολιτικά μετά από δεκαετίες. Ο τρόπος οργάνωσης που λέγεται “χώρος”, “αυτο-οργάνωση” κλπ, βίωσε την σκληρή κρίση του πριν 40 χρόνια και δεν την ξεπέρασε ποτέ. Έκτοτε, ο βαθμός της ήττας, της ενσωμάτωσης και της σύμπλευσης με το κράτος, ήταν για τον “χώρο” αντίστοιχου βαθμού με των αριστερών κομμάτων. Εν ολίγοις, πολιτικοποιηθήκαμε σε μια περίοδο που ο “χώρος“ είχε απολέσει την δυνατότητα να προωθεί τις εργατικές αρνήσεις, αντ’ αυτού ήταν ένας δυσλειτουργικός χυλός γεμάτος εμπόδια και προβλήματα.
Και κακά τα ψέματα, είμαστε γέννημα αυτού του “χώρου”, τόσο ως άτομα (πολλές από εμάς πέρασαν χρόνια ολόκληρα σε αναρχικές ομάδες) όσο και ως σύνολο2. Άρα, λογικό κι επόμενο, τα προβλήματα του “χώρου” να είναι αυτά που θα ξεπηδούν μπροστά μας κάθε τόσο, πολύ περισσότερο από αυτά του κόμματος. Το ξεπέρασμα ενός οργανωτικού μοντέλου (εν προκειμένω του “χώρου”) δεν συμβαίνει με μια διακήρυξη. Επειδή θα πεις κάτι, δεν σημαίνει ότι θα το καταφέρεις κιόλας. Παρακάτω θα αναφέρουμε πράγματα που είναι διεθνώς διαδεδομένα στα “κινήματα“, αλλά θα είναι πολύ γνώριμα και στον εν ελλάδι αντιεξουσιαστή.
Ένα χαρακτηριστικό πρόβλημα, γνώριμο σε όποια κατηφόρησε ποτέ προς τα Εξάρχεια, είναι πως οι ομάδες δεν στήνονται πάνω σε μια συλλογική ματιά για το πως λειτουργεί ο κόσμος, αλλά δημιουργούνται με πιο ευκαιριακά χαρακτηριστικά, βάσει προσωπικών γνωριμιών ή τυχαίων γεγονότων (π.χ. άνθρωποι που συναντιούνται στην ίδια σχολή). Πολλές φορές είναι αδύνατο να εξηγηθεί γιατί υπάρχει μια ομάδα, σε τι διαφέρει από τις υπόλοιπες γύρω, με ποιες ομάδες συνεργάζεται και γιατί (ή γιατί όχι), γιατί δεν ενώνεται με άλλες ομάδες σε μια μεγαλύτερη, κοκ. Αυτά τα απλά οντολογικά ερωτήματα, αυτονόητα για όποιον είναι έξω από αυτό το πλαίσιο, μοιάζουν δυσεπίλυτα στα μέλη των ομάδων του “χώρου”, ενίοτε δεν τίθενται καν ως τέτοια. Γιατί η απάντηση βρίσκεται στις περίπλοκες και αδιαφανείς προσωπικές σχέσεις των συμμετεχόντων.
Έτσι, είναι σχεδόν αδύνατο να προκύψει αυτή η συλλογική άποψη, αφού ούτε ήταν προϋπόθεση για να στηθεί η ομάδα, ούτε υπάρχουν και οι όροι για να συμβεί εκ των υστέρων. Συλλογική άποψη δεν εννοούμε να θέλουν να κατέβουν μαζί σε μια διαδήλωση ή να φωνάξουν ένα σύνθημα· εννοούμε να ερμηνεύουν από κοινού τι συμβαίνει γύρω. Αντιθέτως, σε κάθε 10 μέλη αναρχικών ομάδων θα βρεις τουλάχιστον 11 διαφορετικές απόψεις. Η απόρριψη της από-τα-πάνω κομματικής γραμμής ως μορφής έχει οδηγήσει στην επιτηδευμένη απουσία της συνοχής μιας ομάδας, αυτό που συχνά προβάλλεται με θετικό τρόπο ως “πολυφωνία” και “πολυμορφία”.
Μας είναι πια, όμως, προφανές: δεν υπάρχει κανένα σύνολο ανθρώπων που να λειτουργεί έστω στοιχειωδώς, χωρίς να έχει μια αντίστοιχα στοιχειώδη γραμμή. Αν μια ομάδα, που δεν της αρέσει η κομματική ιεραρχία, αρνείται να επινοήσει έναν ρητό και οριζόντιο τρόπο να δημιουργεί την συλλογική της άποψη, τότε θα προκύψουν άρρητοι και άτυποι τρόποι να συμβαίνει αυτό: μέσω ενός ανθρώπου που το ‘χει στο λέγειν και έχει κύρος· μέσω φιλικών σχέσεων και πηγαδακίων· μέσω ανάγνωσης των εφημερίδων των κομμάτων· δηλαδή θα προκύψει μια γραμμή μέσα από την επίδραση της άτυπης ιεραρχίας και την επίδραση της (πολύ καλύτερα επεξεργασμένης) κομματικής γραμμής.
Οι άτυποι τρόποι κυκλοφορίας της γραμμής είναι ανεξέλεγκτοι, γι’ αυτό συχνά καταλήγουν να είναι πιο χοντροκομμένοι κι από τους τρόπους μιας κεντρικής επιτροπής. Αυτή είναι η μία παγίδα, η συμπεριφορική, που συχνά έχει διαλυτικά αποτελέσματα στις συντροφικές σχέσεις. Η δεύτερη παγίδα είναι η περιεχομενική. Όσο πιο αδόμητες είναι οι ομάδες μας και όσο περισσότερο απουσιάζει από αυτές μια ανεπτυγμένη αντίληψη για τον καπιταλιστικό κόσμο, τόσο πιο ευάλωτες είναι οι ιδέες μας απέναντι στην κρατική ιδεολογία. Να το πούμε λιγότερο κομψά: τόσο πιθανότερο να λέμε βλακείες και να τις νομίζουμε για δικές μας, και η κομματική γραμμή που απορρίφθηκε ως μορφή να επιστρέφει ως περιεχόμενο.
Αν όμως σε μια ομάδα δεν έχουν απαντηθεί τα βασικά οντολογικά ερωτήματα που είπαμε στην αρχή, ούτε υπάρχει μια ανεπτυγμένη συλλογική άποψη, πως μπορούν να αναπτυχθούν σχέσεις αμοιβαίας ευθύνης και αλληλοσεβασμού; Πως μπορείς να ζητήσεις τα ρέστα από ένα σύντροφο για την ασυνέπεια του ή για την κακή του συμπεριφορά; Φτάνουμε, άρα, στο επόμενο θεμελιακό πρόβλημα: σε αυτό το περιβάλλον είναι οριακά προκλητικό να πεις ότι η πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης είναι κατ’ ουσίαν η ανάλωση κόπου και χρόνου για συλλογικούς σκοπούς. Είναι εξωγήινο να πεις ότι η πολιτική, ως συλλογική εργασία, πρέπει να οργανώνεται, να αυτο-πειθαρχείται, να κρίνεται ως προς την αποτελεσματικότητα της. Κι αν το πεις, όπως καταφέραμε εμείς να το πούμε ύστερα από χρόνια, δεν σημαίνει ότι θα μπορέσεις να το εφαρμόσεις κιόλας.
Με όλα αυτά ως δεδομένα, βγάζει εύκολα νόημα γιατί τέτοιες ομάδες είναι συνήθως βραχύβιες, αδυνατούν να φτιάξουν μια συλλογική μνήμη και τα ίδια λάθη επαναλαμβάνονται κάθε λίγα χρόνια από διαφορετικά άτομα.
Να μην τα πολυλογούμε, ο “χώρος” έχει ξοφλήσει από τα 80’s ως μορφή που θέλει να εξυπηρετήσει τα εργατικά συμφέροντα. Συντροφεύει την παλαιότερη μορφή οργάνωσης που λέγεται “κόμμα” στην προσπάθεια δημιουργικής απονέκρωσης της εργατικής άρνησης. Εξειδικεύεται στο να περνάνε τον χρόνο τους ελεγχόμενα όσοι δεν μπορούν την σταλινική ναφθαλίνη. Το ότι καταλαβαίνουμε πως έχει ξοφλήσει, όμως, δεν σημαίνει ότι έχουμε απαλλαγεί από τα οργανωτικά της προβλήματα!
ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΕΦΕΥΡΟΥΜΕ
Αυτή η κατάθεση συλλογικών σκέψεων έγινε στο πόδι, χωρίς αναλυτική τεκμηρίωση, γεμάτη θετικούς και αρνητικούς αφορισμούς και απλοποιήσεις. Οι συνθήκες γραφής της προσομοιάζουν στις συνθήκες που ζούμε όταν καλούμαστε να βρούμε πρακτικές λύσεις στα οργανωτικά μας προβλήματα. Είμαστε στριμωγμένοι, ο χρόνος δεν περισσεύει, είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε κάτι κι έχουμε το θράσος να το κάνουμε σαν να είμαστε βέβαιοι για την αξία του.
Το περιβάλλον μας είναι ποτισμένο από την ήττα και την απόγνωση. Βλέπουμε πολιτικές ομάδες να ψάχνουν τις απαντήσεις τους σε αναχρονισμούς, σε μια αναβίωση του λενινιστικού κόμματος, ενώ άλλοι συνεχίζουν να επενδύουν στο χάος με τον ίδιο αυτοκαταστροφικό τρόπο, σαν να μην πέρασε μια μέρα. Ιστορικά, κρατάμε κι από τα δύο, κι όσο και να απορρίπτουμε και τα δύο, κουβαλάμε αναπόφευκτα τους κινδύνους τους.
Η αυτόνομη έκφραση της εργατικής τάξης, όσο υπήρχε τέτοια, στην αρχή βρισκόταν μέσα στα εργατικά κόμματα. Κάποια στιγμή αναγκάστηκε να αποδράσει, και να πάρει την μορφή του “χώρου”, ώστε να επιτρέψει στις αρνήσεις να συγκλονίσουν τον κόσμο. Έχει περάσει μισός αιώνας έκτοτε, χρόνια ήττας, χρόνια που ο “χώρος” συνέκλινε προς το κόμμα και μαζί εποπτεύουν την εργατική τάξη. Μια στιγμιαία εικόνα του μακρινού Μαρτίου του 2020 θα μπορούσε να συνοδεύσει την τελευταία πρόταση.
Άρα αυτό που ψάχνουμε, ένα νέο μοντέλο αυτόνομης οργάνωσης, πρέπει να το εφεύρουμε. Πρέπει να μπορεί να διασφαλίζει τις οριζόντιες λειτουργίες, την ηγεμονία της εργατικής τάξης, την συλλογική κουλτούρα, την ευθύνη κλπ. Και ίσως πρέπει να ανατρέξουμε, για να βοηθηθούμε, τόσο στην ιστορία των εργατικών κομμάτων όσο και της αποκεντρωμένης οργάνωσης. Αυτό το κείμενο είναι απλά μια υπενθύμιση για κάτι που δεν έχει ακόμα συμβεί.
Καταλαβαίνουμε ότι μας αντιστοιχεί ένας ρόλος ιστορικός, που αν τον αναλογιστούμε πολύ και τον συγκρίνουμε με το μπόι μας θα μας έρθει ίλιγγος. Αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε και κάτι άλλο. Οπότε, αυτό κάνουμε τα τελευταία περίπου 20 χρόνια στην Ελλάδα. Και ακροβατούμε μεταξύ επιβίωσης και σποραδικών εντυπωσιακών αποτελεσμάτων.
Δεν είναι εύκολο να καταλάβουμε αν είμαστε στη σωστή κατεύθυνση. Ας ελπίσουμε τουλάχιστον να είναι τόσο σημαντικό, που θα απασχολήσει άλλους να το κρίνουν στο μέλλον. Ν’ απασχολήσει άλλα παιδιά, με μάτια λέιζερ…

Πρέπει να εφεύρουμε τον τρόπο οργάνωσης που χρειαζόμαστε, σημαίνει ότι πειραματιζόμαστε. Αυτή η μπροσούρα ήταν η ιδρυτική διακήρυξη της ομοσπονδίας αυτόνομων ομάδων Federaction, που ιδρύθηκε το 2005 ως ένα από τα πειράματα των αυτόνομων στην Ελλάδα να δώσουν απάντηση στο οργανωτικό πρόβλημα. Ίσως το πιο φιλόδοξο πείραμα με την πιο παταγώδη αποτυχία.
- Με αντίστοιχες λέξεις όπως ο “χώρος” ή “σκηνή” περιγράφεται αυτό το μόρφωμα και σε άλλες γλώσσες: area στα ιταλικά, scene στα αγγλικά. Στην Ελλάδα ταυτίζεται πολύ περισσότερο με τους αναρχικούς απ’ ότι σε άλλες χώρες (πχ Γερμανία, Γαλλία), εξαιτίας μιας ιστορικής ιδιομορφίας που δεν έχουμε το χώρο να εξηγήσουμε εδώ. ↩︎
- Όποια ενδιαφέρεται για την ιστορία των αυτόνομων ομάδων στην Ελλάδα, μπορεί να ανατρέξει στην σειρά κειμένων “Η ιστορία της εργατικής αυτονομίας στη Θεσσαλονίκη”, το 4ο μέρος της οποίας είναι στο τεύχος 6 του περιοδικού μας, καθώς και στη σειρά κειμένων “Ένα αστέρι γεννιέται” του αθηναϊκού περιοδικού Antifa – Πόλεμος ενάντια στο φόβο. ↩︎